Ο νέος Ψυχρός Πόλεμος μετατρέπεται ταχύτατα σε μια υπόθεση όλο και περισσότερο μεσανατολική. Αν και βεβαίως η Μέση Ανατολή δεν περίμενε το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία για να μετατραπεί σε πεδίο αιματηρής εκκαθάρισης λογαριασμών τρίτων.
Η περιοδεία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στο Ισραήλ, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και την Σαουδική Αραβία την εβδομάδα αυτή φέρνει στο προσκήνιο την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να αμβλύνει παλαιά “μέτωπα” (αραβο-ισραηλινά και ενδο-αραβικά), ώστε να επιτύχει την ευθυγράμμιση των περιφερειακών της συμμάχων σε μια κατεύθυνση απομόνωσης του Ιράν κατά πρώτο λόγο και της Ρωσίας κατά δεύτερον, με προοπτική την δημιουργία ενός “αραβικού ΝΑΤΟ”. Τα συμφραζόμενα της επίσκεψης αυτής δίνει αφενός το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει οι συνομιλίες για την επανανεργοποίηση της διεθνούς συμφωνίας του 2015 σχετικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και αφετέρου η “δύσκολη” σχέση των ΗΠΑ με τον ισχυρό άνδρα και διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμαντ μπιν Σαλμάν, ενόσω το Ριάντ παραμένει πιστό στις συμφωνίες του με τη Ρωσία στο πλαίσιο του OPEC+ για τις ποσοστώσεις των πετρελαϊκών εξαγωγών.
Όμως πριν καλά καλά ο Μπάιντεν εγκαταλείψει την περιοχή, το “αντίπαλον δέος” θα πραγματοποιήσει διπλωματική επίδειξη πυγμής, με την μετάβαση την προσεχή Τρίτη 19 του μηνός στην Τεχεράνη των προέδρων της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν και της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν.
Η διοργάνωση συνάντησης κορυφής ανάμεσα στον “συντηρητικό”, κατά το ιρανικό πολιτικό λεξιλόγιο, πρόεδρο της Ισλαμικής Δημοκρατίας Εμπραχίμ Ραϊσί και τους φιλοξενουμένους του αποτελεί ηχηρή επανεμφάνιση στο προσκήνιο της τριμερούς “Διαδικασίας της Αστάνα”, η οποία προέκυψε για την διαχείριση της συριακής κρίσης – θα σημαδευτεί ωστόσο και από σημαντικές ανά ζεύγη διαβουλεύσεις.
Το ραντεβού της Τεχεράνης είχε και παρεπόμενα ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος εφόσον επέβαλε την ακύρωση της προγραμματισμένης επίσκεψης του Ερντογάν στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο για την επέτειο της πρώτης εισβολής του “Αττίλα” στις 20 Ιουλίου, οπότε και αναμένονταν και σημαντικές εξαγγελίες για την φύση των σχέσεων του ψευδοκράτους με την Τουρκία.
Όμως η συνδιαλλαγή με τον Πούτιν αποτελεί αυτή τη στιγμή για τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας μεγαλύτερη προτεραιότητα: τόσο διότι ο Ερντογάν επείγεται να εξασφαλίσει την ανοχή της Μόσχας στην νέα τουρκική στρατιωτική επέμβαση που έχει προαναγγείλει εναντίον των Κούρδων στη βόρεια Συρία, όσο και διότι η ηγεσία της γείτονος έχει προωθηθεί σε θέση μεσολαβητή στην ουκρανική κρίση, με αιχμή στην παρούσα φάση τη δημιουργία στη Μαύρη Θάλασσα ασφαλών διαδρόμων εξαγωγής των ουκρανικών σιτηρών.
Η παρουσία του Ερντογάν στην Τεχεράνη, λίγες μόλις ημέρες μετά το σίριαλ του τουρκικού βέτο στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ασφαλώς θα ενοχλήσει τους Δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας και θα θεωρηθεί ως ένα ακόμη δείγμα “διγλωσσίας” και “απειθαρχίας”. Όμως και απέναντι στον Πούτιν ο Τούρκος πρόεδρος δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα βρει ιδιαίτερη κατανόηση: τα όρια της ρωσο-τουρκικής συνεννόησης προσδιορίζονται αφενός από την συμμετοχή της γείτονος στο ΝΑΤΟ και αφετέρου από την αντίσταση Μόσχας και Δαμασκού στα επεκτατικά σχέδια της Άγκυρας (υπό αντιτρομοκρατικό πρόσχημα) εις βάρος της συριακής επικράτειας.
Οι συμπράξεις Ρωσίας και Τουρκίας ξεδιπλώνονται υπό το βάρος μιας αντικειμενικής αντίφασης: η διατήρηση διαύλων συνεργασίας μεταξύ δύο ισχυρών γειτόνων είναι υποχρεωτική και ταυτοχρόνως τους προσφέρει πολύτιμο χώρο για ελιγμούς έναντι τρίτων, ωστόσο οι επιδιώξεις τους επαληθεύεται σε μία σειρά μετώπων (Συρία, Λιβύη, Καύκασος) ότι είναι ανταγωνιστικές.
Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία και διασύνδεση σε στρατηγικό επίπεδο όσων συμβαίνουν στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα αναδεικνύεται για άλλη μία φορά.
Εξίσου σημαντική είναι όμως και η ρωσο-ιρανική πτυχή του ραντεβού της 19ης Ιουλίου. Πόσω μάλλον όταν στην επικαιρότητα κυριαρχεί η καταγγελία του Αμερικανού συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλλιβαν ότι το Ιράν προετοιμάζει την ενίσχυση της ρωσικής πολεμικής προσπάθειας στην Ουκρανία δια της εξαγωγής ιρανικών drones. Ανάλογες καταγγελίες είχε βέβαια εκτοξεύσει προ μηνών ο ίδιος ο Σάλιβαν, με προφανή στόχο τη δημιουργία κλίματος πιέσεων, και έναντι της Κίνας, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Γνωστό άλλωστε τυγχάνει ότι η Κίνα αποτελεί κατεξοχήν χώρο υποδοχής ρωσικών εξαγωγών οπλισμού και όχι το αντίθετο.
Όπως και αν έχει, η διόλου προφανής, με βάση τα ιστορικά προηγούμενα, ρωσο-ιρανική συνεργασία μοιάζει (όπως και η αντίστοιχη σινο-ιρανική) να βαθαίνει διαρκώς διαρκούντος του νέου Ψυχρού Πολέμου. Η ένταξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο Σύμφωνο της Σαγκάης και ο κομβική της θέση στα σχέδια ευρασιατικής ολοκλήρωσης (ιδίως στον “νότιο διάδρομο” που μέσω Κασπίας θα συνδέει εμπορικά τη Ρωσία με την Ινδία) το υπογραμμίζουν αυτό εμφατικά.
Πηγή: capital.gr