Του Αναστάσιου Κούζη – Κούζαρου*
«Όχι», η πιο σύντομη λέξη-σύμβολο αντίστασης και αγώνα. Τρία μόλις γράμματα, δύο συλλαβές, ένα πολλαπλό νόημα: αυτό της άρνησης, της αυταπάρνησης, της εθελοθυσίας, του υπέρ πατρίδος θανάτου! Το ίδιο νόημα στο διάβα της Ιστορίας έχει εκφρασθεί ποικιλότροπα από ανθρώπους, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου και ηλικίας, που διακρίνονταν από γενναιότητα, αυτοεκτίμηση και περηφάνια.
Πόσο σύντομα ακούγεται ένα «όχι», μα και πόσο σπανιότερα ξεστομίζεται και πολύ δυσκολότερα πραγματώνεται, ιδιαιτέρως όταν αυτός ενώπιον του οποίου αρνούμεθα υπακοή, υποτέλεια ή υποταγή και σκλαβιά δεν είναι κάποιος ασήμαντος ή ισοδύναμός μας, αλλά ο κραταιότατος ολετήρας λαών – εθνών – κρατών: Ο Άξων, ο φασισμός και ο ναζισμός! Ποιος ο τρόμος που προκαλούσε ο ναζισμός, όταν ήδη τον Οκτώβριο του 1940 μέσα σ’ έναν χρόνο πολεμικών αναμετρήσεων είχε επιτύχει πανευρωπαϊκή κυριαρχία με τελευταίο θύμα τον Απρίλη του ’40 τη Ρουμανία; Ποιο το δέος που γεννούσε ο αιμοσταγής φασισμός, που ήδη είχε γευθεί τις σάρκες Λιβύων, Αιθιόπων, Αβυσσηνίων, δημοκρατικών Ισπανών και Γάλλων; Ορεγόταν ήδη τη μικρή πατρίδα μας και, επιδιώκοντας να καταρρακώσει κάθε διάθεσή της για αντίσταση, την εξευτέλιζε με τα προπαγανδιστικά του μέσα, την απομείωνε πατώντας εθνικά της εδάφη, την απειλούσε πολυβολώντας επιβατηγά της πλοία ή και τορπιλίζοντας την «Έλλη». Αποζητούσε ο ανυπόμονος Ντούτσε τη σπίθα για να υλοποιήσει από κοινού με τη Βουλγαρία τον διαμελισμό και την υποταγή μας, ώστε να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο.
Θα κατόρθωνε, άραγε, μια τόσο υλικά ανίσχυρη χώρα να υψώσει το ανάστημά της και να πει το «Όχι»; Από πού θα αντλούσε το κουράγιο της; Αρκούσε μόνο η μακραίωνη ιστορική παρακαταθήκη αρνητών του θανάτου: ενός Λεωνίδα, ενός Παλαιολόγου, ενός Αθανασίου Διάκου; Η απάντηση βρίσκεται στη σφυρηλάτηση σε μια αδιάσπαστη ενότητα του λαού, του στρατού και της ηγεσίας! Μέσα σε φρικτές συνθήκες απομόνωσης και απειλών πανταχόθεν η Ελλάδα χαλυβδώνεται, υπομένει και επιμένει στην προετοιμασία για την «υπέρ των όλων» αναμέτρηση με προαιώνιους εχθρούς. Το δόγμα του μελετητή του φαινομένου του πολέμου Καρόλου Κλαούζεβιτς, που ορίζει τη στρατιωτική νίκη ως αποτέλεσμα της σύμπραξης λαού, στρατού και ηγεσίας, επιβεβαιώνεται απολύτως στις περιπτώσεις του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου.
Η ηγεσία μπορεί μεν να είναι αυταρχική, να θαυμάζει τη Γερμανία και να προσομοιάζει καθεστωτικά με την Ιταλία, αλλά τηρεί «αυστηρή ουδετερότητα». Δεν είναι προδοτική και δεν διανοείται την καθ’ οιονδήποτε τρόπο παράδοση της χώρας στον εχθρό, γιατί η ίδια βιώνει και ενσαρκώνει την «Εθνική Αξιοπρέπεια», έχοντας γαλουχηθεί και ανδρωθεί στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες 1904-1908, 1912-1913 αλλά και 1917-1922. Ο ρεαλισμός εξάλλου την ωθεί, εκφράζοντας και τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, να σταθεί στο πλευρό της θαλασσοκράτειρας Αγγλίας, της μοναδικής δύναμης που μπορούσε να εγγυηθεί την ελληνική ανεξαρτησία, μετά την πτώση της Γαλλίας και την προηγηθείσα συμμαχία της Σοβιετικής Ένωσης με τον Χίτλερ. Έτσι, από της καταλήψεως της Αλβανίας από τη φασιστική Ιταλία την 6η Απριλίου 1939 και την άμεση πλέον συνοριακή αντιπαράθεση, ο Ιωάννης Μεταξάς έλαβε την «Τρομεράν απόφασιν η Ελλάς διά των όπλων να υπερασπισθεί την τιμήν και την ελευθερίαν της». Μια απόφαση που υλοποίησε άμεσα και αταλάντευτα ο ίδιος στις 2.45 ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιταλός πρέσβης του ενεχείρισε το ιταμό τελεσίγραφο στη γαλλική, που απαιτούσε «Την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων για την κατάληψη στρατηγικών σημείων της χώρας, χωρίς να κατονομάζονται… τυχόν δε αντίσταση θα συντριβόταν με τη δύναμη των όπλων». Για να δυνηθεί ένας ηγέτης -ο οποιοσδήποτε ηγέτης-να αρθρώσει έστω και στην εκλεπτυσμένη γαλλική τις 4 λέξεις: «Λοιπόν, είναι ο πόλεμος», εξουδετερώνοντας κάθε πλεονέκτημα αιφνιδιασμού του αντιπάλου, πρέπει να διαθέτει θάρρος και εγκαρτέρηση, αλλά και να πιστεύει στις τιτάνιες δυνάμεις του λαού και του έθνους του: «Η ελπίδα μου στους Έλληνες», λέγεται ότι ήταν οι στερνές λέξεις του Μεταξά, λίγο πριν ξεψυχήσει!
Ένα «Όχι» δεν αξίζει να το πεις, αν δεν μπορείς να το υλοποιήσεις! Και η Ελλάδα έδωσε «σάρκα και οστά» στο «Όχι» με τον ηρωικό της στρατό σε στεριά, θάλασσα και αέρα. Αιχμή του δόρατός του η τιμημένη 8η Μεραρχία Ηπείρου, αποτελούμενη από το 15ο σύνταγμα Ιωαννίνων, το 40ό της Άρτας, το 24ο της Πρέβεζας με επικουρία το 42ο των Ρουμελιωτών και πιο πίσω το 39ο ευζώνων του Μεσολογγίου. Την πιθανότητα να χαθούν προσωρινά έστω η Μακεδονία και η Ήπειρος εξαφάνισε ο επί μία οκταετία άοκνα εργαζόμενος ηγήτοράς της, μαζί με το άξιο επιτελείο του, ο Ευρυτάνας στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο πρόμαχος της Ηπείρου!
Ως άλλος Μιλτιάδης και με μια αξιοζήλευτη σταδιοδρομία -από 18ετής εθελοντής το 1904 έως και υποστράτηγος τον Ιανουάριο του 1937, έχοντας διακριθεί κατ’ επανάληψη στο πεδίο της μάχης και τιμηθεί τρις με το χρυσό αριστείο ανδρείας- θα πει το δικό του «Όχι»: «…καθόσον η Κυβέρνησις δεν ανέμενε βεβαίως παρά της μεραρχίας νίκας, παρά μόνον να σώσει την τιμήν των ελληνικών όπλων». Το προσωπικό, όμως, αίσθημα καθήκοντος και τιμής του Κατσιμήτρου δεν τού επέτρεπε να παραχωρήσει αμαχητί εθνικό έδαφος, γι’ αυτό οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία Ελαίας – Καλαμά, αποκλείοντας τον δρόμο προς Ιωάννινα. Το σχέδιο επιστρατεύσεως άριστο! Οι επιστρατευμένοι τοποθετούνταν μπροστά στα χωριά τους να πολεμήσουν! Πλήρης αξιοποίηση των μόλις 100.000 δραχμών που του δόθηκαν για την αμυντική οργάνωση, σε συνδυασμό με τη συγκινητική εθελοντική εργασία των κατοίκων στα προχώματα «για τα παιδιά τους, τους στρατιώτας που θα πολεμήσουν διά την ελευθερία της Πατρίδος». Έτσι, πανέτοιμη η 8η Μεραρχία το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου αντιμετώπισε την εχθρική λαίλαπα, την επιβράδυνε και τελικά τη συνέτριψε στο Καλπάκι, χαρίζοντας στα ελληνικά όπλα την πρώτη νίκη παγκοσμίως κατά των δυνάμεων του Άξονα. Σαν τους Τριακόσιους του Λεωνίδα πολέμησε λυσσασμένα το «Απόσπασμα Πίνδου» υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη τους αλπινιστές της ιταλικής Μεραρχίας «Τζούλια». Κι όταν οι λιγοστοί αυτοί ήρωες ανατράπηκαν, έσπευσε, ως άλλος Παυσανίας Λακεδαιμόνιος, ο στρατηγός Βραχνός με την 1η Μεραρχία, τη Μεραρχία Ιππικού και την Ταξιαρχία Ιππικού να αποκόψει άπαξ διαπαντός την προέλαση των Ιταλών.
Υποστράτηγος Βασ. Βραχνός
Τέτοιος ισχυρός στρατιωτικός βραχίονας μεταβάλλει το «Όχι» από πρόθεση και επιθυμία σε πράξη και γεγονός, μάλιστα κοσμοϊστορικών διαστάσεων! Αυτή υπήρξε η πρώτη πραγμάτωση του «Όχι», που αδιαλείπτως συνέχισε να επαναλαμβάνεται από τον Λαό, τον στρατό και την ηγεσία στη χιονοσκεπή Αλβανία, τα μακεδονικά και θρακιώτικα οχυρά, τη λεβεντογέννα Κρήτη, την αφρικανική έρημο, στις θάλασσες, στα βουνά, στα χωριά και στις πόλεις της μαρτυρικής πατρίδας στα τέσσερα αιματοβαμμένα χρόνια της γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής Κατοχής.
Το «Όχι», μια τόσο μικρή λέξη δεν είναι δύσκολο να την ξεστομίσει κανείς, το δύσκολο είναι να την εννοεί και ακόμη δυσκολότερο να είναι έτοιμος από καιρό να την υλοποιήσει, υφιστάμενος σκληρούς αγώνες και θυσίες για την τιμή και ελευθερία της πατρίδας.
*Καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών – φιλόλογος
Αν το ψηφισμένο ΟΧΙ σε δημοψήφισμα το μετατρέψουν αυθαίρετα σε ΝΑΙ “για το καλό του τόπου”, πιστεύετε πως είναι πρόβλημα ?