Του Απόστολου Αποστόλου*
Ο κόσμος όσο προχωράει όλο και παλαιώνεται με πρωτογονισμούς και με άγρια ένστικτα. Όλο και σκοτώνει το όνειρο και πυροβολεί την ελπίδα, όλο και προσθέτει μηδενικά σε αριθμούς νεκρών. Οι δύο πόλεμοι που υπάρχουν στον πλανήτη μας, ξεδιπλώνουν την κατρακύλα της ζωής μας και απειλούν την ειρήνη και την ύπαρξη του ανθρώπου αναδεικνύοντας έτσι την υβριστική αλαζονεία της δύναμης των ισχυρών. Βιώνουμε το άσωτο του ιστορικού μας χρόνου και την ακυρότητα όλων των κατηγορημάτων της ύπαρξης μας.
Τι έγινε τελικά, μήπως αντιστράφηκε η λογική της ασφάλειας και της ειρήνης και ξεπουλήθηκαν όλα στα χρηματιστήρια του κέρδους, στο γόητρο και στην προβολή ισχύος, στο λαμπερό πανηγύρι της αυγής του νέου κόσμου όπου όλα θα έχουν την αίσθηση της μοιραίας ομοιομορφίας; Μήπως στο όνομα της νέας τάξης πρέπει να αυτοκατεδαφιστεί ό,τι γνωρίζαμε; Μήπως γιατί η ιστορία έχει καταργηθεί και τη θέση της την έχει πάρει το χρονογράφημα που εξαργυρώνει όλες τις προθέσεις με την άρνηση της πρόθεσης; Και στην πολτώδη κίνηση του χρονογραφήματος που αντικατέστησε την ιστορία θύτης και θύμα αθωώνονται, νικητές και ηττημένοι εξομοιώνονται, προνομιούχοι και αποκλεισμένοι ομογενοποιούνται και μέσα στην παραίσθηση της εποχής μας, όλα να γίνονται πυροτεχνήματα συμπυκνωμένης αβελτηρίας. Και μέσα σ’ αυτή τη φαντασμαγορία της νέας εποχής και το ρίγος του καινούργιου, ο πόλεμος να δικαιολογείται ως ο ευθύς τρόπος της ισορροπίας.
Πώς είναι δυνατόν να σέρνεται η ογκηρή βία του πολέμου, ο θάνατος να κάνει υπερωρίες, οι διωγμοί να νομιμοποιούνται και όλα αυτά να στηρίζουν την τάξη του κόσμου μας; Δύο πόλεμοι στις μέρες μας -στον πλανήτη μας- μας ξαναγυρίζουν στο παρελθόν της ορμής των άγριων ενστίκτων, στην ακραία δύναμη της βαρβαρότητας και της παρακμής.
Πώς γίνεται να ζούμε το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, των εννοιών, των ιδεολογιών, της πολιτικής, του στοχασμού και να μη ζούμε το τέλος των πολέμων; Ενδεχομένως γιατί κανένα τέλος δεν υπάρχει (ο Ζαν Μπωντριγιάρ έγραφε ότι «η εξέταση του τέλους, μας επιτρέπει να συλλάβουμε μια συνέχεια») και όσα δηλώνονται ως τέλη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια παραφθορά της παραμόρφωσης μιας συνέχειας.
Να γιατί οι κοσμοκατασκευαστές δε μίλησαν ποτέ για το τέλος του πολέμου. Γιατί ο πόλεμος δεν καθίσταται παραφθορά της παραμόρφωσης, παραμένει ο ίδιος με τα ίδια ωράρια θανάτου, τους ίδιους γεωμετρικούς ρυθμούς της καταστροφής και την ίδια άχαρη παρανόηση που σκορπά δυστυχία, πόνο, εξαθλίωση και ξεδιπλώνει τον πόνο και την αδικία.
Οι δύο πόλεμοι του πλανήτη μας, αποτελούν μια σύγκρουση μεταξύ «προοδευτικού»-τεχνοκρατικού ολοκληρωτισμού, απολυταρχικού ολοκληρωτισμού και θεοκρατίας με τον εξωκοσμικό χαρακτήρα της. Και οι τρείς ολοκληρωτισμοί επιθυμούν να δείξουν την ισχύ τους και να καταστούν μοντέλα υπερεξουσίας. Έχουν διαφορετικές θεσπισμένες γραφειοκρατίες, με ξεχωριστό λειτουργικό συστημικό χαρακτήρα και ενσωμάτωση δράσης, διαθέτοντας παράλληλα αντιθετικά επίπεδα κοινωνικής ενσωμάτωσης. Επίσης απαιτούν ανόμοιες αναπαραγωγικές επιταγές που μυθολογούν ασυμβίβαστες μεταξύ τους προτάσεις ζωής, με ετερογενείς δομές του βιόκοσμού τους και φυσικά έχουν μεταξύ τους παράταιρα επίπεδα επικοινωνιακών δράσεων. Οι διαφορές τους είναι πολλές συγκλίνουν μόνο στο αμεταχάραγο της εξουσιομανίας τους.
Τι επιδιώκουν;
Να ξεχάσουμε τον ρεαλισμό της ειρήνης και να οδηγηθούμε σε ανταγωνισμούς και αξιώσεις θέτοντας ανά τον πλανήτη πολέμους γοήτρου και ισχύος. Οι πόλεμοι σήμερα αποτελούν δραστικές εμβέλειες των ολοκληρωτισμών της απανθρώπησης.
*Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας