H oμογενοποίηση (ως αυτοκαταστροφή) του κόσμου

Ο άνθρωπος φαίνεται πως έχει την τάση να επιδιώκει τα ανάποδα από αυτά που θα του ξεκλειδώσουν την πόρτα του επουράνιου παραδείσου

Του Κωνσταντίνου Βαθιώτη*

Προσφάτως, εξεδόθη στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Άγρα (μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου και Άγγελος Αγγελίδης) μια συγκλονιστικά επίκαιρη μελέτη που είχε δημοσιεύσει ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig) το 1925 σε έναν τόμο που περιείχε άρθρα και διαλέξεις του. Ο τίτλος αυτού του τόμου είναι ταυτόσημος με τον τίτλο της μεταφρασμένης στα ελληνικά μελέτης του: «Η ομογενοποίηση του κόσμου» (Die Monotonisierung der Welt, Bibliothek Suhrkamp, 1η έκδ. 1976).

Ήδη από την πρώτη σελίδα του κειμένου, δίδεται η εντύπωση ότι αυτό γράφτηκε μόλις χθες, αφού έναν αιώνα μετά την αρχική του έκδοση η εντοπιζόμενη από τον Τσβάιχ παθολογία του κόσμου μας παραμένει αμετάβλητη: «Όλα γίνονται ομοιόμορφα στις εξωτερικές εκφάνσεις της ζωής, όλα επιπεδοποιούνται σ’ ένα ομοιογενές πολιτιστικό σχήμα. Τα ιδιαίτερα έθιμα των λαών απαλείφονται, το ντύσιμο εξομοιώνεται, τα ήθη διεθνοποιούνται. Οι χώρες φαντάζουν όμοιες μεταξύ τους, η ζωή και η δράση των ανθρώπων είναι ενταγμένες στο ίδιο πλαίσιο, οι πόλεις τους όλο και πιο ίδιες στα εξωτερικά τους γνωρίσματα. Το Παρίσι έχει αμερικανοποιηθεί κατά τα τρία τέταρτα, η Βιέννη έχει γίνει σχεδόν Βουδαπέστη».

ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ

Ο Τσβάιχ διαπιστώνει την απώλεια της ιδιαιτερότητας των πολιτισμών και ήδη από το 1925 κάτω από τον «μαδημένο σοβά» εντοπίζει «τα ατσάλινα έμβολα» της «σύγχρονης παγκόσμιας μηχανής». Η «κατρακύλα στην ομοιομορφία» θεωρούσε ο Τσβάιχ ότι είναι «ίσως το πιο καυτό, το πιο επικίνδυνο φαινόμενο του καιρού μας», το οποίο, πάντως, έφθασε να έχει διάρκεια ζωής 99 ετών.

Ακολούθως, ο συγγραφέας απαριθμεί κάποια αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τα πεδία όπου κυριαρχεί η ομοιομορφία, π.χ. από τον χορό, την μόδα, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο. Σε όλους αυτούς τους τομείς, το μεθυσμένο από την ομοιομορφία άτομο υποτάσσεται στο «κοπαδοποιημένο γούστο» και βιώνει «μια τρομερή απογύμνωση», ένα «στέγνωμα της ψυχής», «μια επικίνδυνη ώθηση προς την παθητικότητα». Αλλά και η λογοτεχνία μετατρέπεται σε «πρακτική στιγμιαίων νεωτερισμών, εποχιακών “επιτυχιών”». Το φαινόμενο θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί ως «ταχυφαγική κατανάλωση σε μεγάλες ποσότητες».

Στην μέση του άρθρου του ο Τσβάιχ αποφαίνεται ότι αυτό το «τρομερό κύμα» (έτσι ακριβώς στο πρωτότυπο: “furchtbare Welle”) της ομογενοποίησης αφετηριάζεται από την Αμερική, η οποία κατέκτησε την Ευρώπη, αυτό το «τελευταίο οχυρό της ατομικότητας», χρησιμοποιώντας ως δούρειο ίππο τον ιό της πολιτιστικής ισοπέδωσης που εξαπλώνεται επιδημικά, προκαλώντας ανία αλλά και μανία για διασκέδαση και καλοπέραση.

Όποιος έχει παρατηρήσει την παγιωμένη συνθηματολογία της Νέας Τάξης Πραγμάτων, γνωρίζει πλέον άριστα ότι η ταχύτητα και η ευκολία είναι δύο κεντρικές έννοιες-κωδικοί, μέσω της οποίας επιχειρείται η άλωση της ανθρώπινης ψυχής και η καθυπόταξή της στους σκοπούς της μισάνθρωπης ελίτ που κυβερνά τον ανάποδο κόσμο μας υπό τις εντολές του αόρατου μαριονετίστα· η τρίτη λέξη-κλειδί είναι η ασφάλεια, κι έτσι το τετριμμένο, μαγικό τρίπτυχο έχει την εξής μορφή: «γρήγορα – εύκολα – σίγουρα».

Την επιλογή της ήσσονος προσπάθειας και του εύκολου δρόμου σχολιάζει ο Τσβάιχ, αντλώντας παραδείγματα από το πεδίο του χορού, του κινηματογράφου και του ραδιοφώνου: «τον καινούργιο χορό μπορούν να τον μάθουν σε τρεις ώρες ακόμα και οι ανόητες υπηρετριούλες», ενώ «ο κινηματογράφος ενθουσιάζει τους αγράμματους χωρίς ν’ απαιτεί απ’ αυτούς μια στάλα έστω μόρφωση, και για ν’ απολαύσει κανείς το ραδιόφωνο δεν έχει παρά να κολλήσει το αυτί του στη συσκευή», οπότε «αμέσως ακούγονται οι νότες του βαλς στο κεφάλι του μέσα».

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο συγγραφέας γράφει μια φράση που μας φέρνει στο μυαλό τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκη: «με τόση ευκολία ούτε οι θεοί οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να τα βάλουν. Όποιος ζητά το μίνιμουμ μόνο διανοητικής, σωματικής και ηθικής προσπάθειας είναι βέβαιο ότι θα κατακτήσει τις μάζες, αφού η πλειονότητα θα τον υποστηρίξει με πάθος». Άρα, ο άνθρωπος φαίνεται πως έχει την τάση να επιδιώκει τα ανάποδα από αυτά που θα του ξεκλειδώσουν την πόρτα του επουράνιου παραδείσου (per aspera ad astra).

Ενόψει της μάστιγας της ομογενοποίησης, ο Τσβάιχ απευθύνει έκκληση προς τους λαούς της Ευρώπης να διαφυλάξουν τα ιερά και τα όσιά τους (Voelker Europas, wahrt eure heiligsten Gueter!), μια έκκληση που δυστυχώς δεν εισακούσθηκε, κι έτσι φθάσαμε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, έχοντας αντικαταστήσει τον θεό και την θεολογία με την επιστήμη, την τεχνολογία και την ψυχιατρική, έχοντας ξεπουλήσει αντί πινακίου φακής την ελευθερία και την αξιοπρέπειά μας, έχοντας αρνηθεί ακόμη και την ίδια μας την φύση, με το να αμφισβητούμε το βιολογικό μας φύλο και να προτάσσουμε την εωσφορική αλαζονεία της αυθαίρετης υλοποίησης όποιας ιδέας και επιθυμίας παρεισφρήσει στο μυαλό μας.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Το κεφαλαιώδους σημασίας ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας είναι ποια στάση θα πρέπει να υιοθετήσουν οι πολίτες εκείνοι οι οποίοι θέλουν να αντισταθούν στην καταστρεπτική ομογενοποίηση: Μπορούν με ενώσεις, βιβλία και διαμαρτυρίες να αποκρούσουν το τσουνάμι της ισοπεδωτικής τυποποίησης, όταν μάλιστα η συμπαγής πλειοψηφία έχει αποδεχθεί την ιδιότητα του -κατά την ορολογία του Ρουσσό και του Χάξλεϋ- «ευτυχισμένου σκλάβου» (ο Τσβάιχ επαναφέρει στο προσκήνιο την λατινική ρήση του Τάκιτου “ruere in servitium”);

H απάντηση του Τσβάιχ είναι κατηγορηματικά αρνητική: Για εκείνους που «έχουν αποξενωθεί από τις μαζικές χαρές και τα μαζικά πάθη», που «δεν ξέρουν τι θα πει ανία και πλήξη», που θα ήθελαν η κάθε ημέρα να διαρκεί πολύ περισσότερο, που δεν χρειάζονται «μηχανές χρονοσκοτώστρες ή διασκεδάστριες», θα ήταν «έπαρση και σκάνδαλο» να επιχειρήσουν «να τραβήξουν τους ανθρώπους μακριά από αυτές τις (ουσιαστικά κενές κι ανούσιες) διασκεδάσεις τους».

Η λύση, όχι μόνο κατά τον συγγραφέα, αλλά και σύμφωνα με την γνώμη που έχουν σχηματίσει πολλοί εκ των αφυπνισμένων πολιτών, οι οποίοι, ζώντας στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, βλέπουν ολοκάθαρα να επελαύνει μπροστά τους το πολυπλόκαμο τέρας της παγκόσμιας δικτατορίας (τούτη φέρει μεν παραπλανητικώς το όνομα της παγκοσμιοποίησης, πλην όμως αναγνωρίζεται, μεταξύ των άλλων, πρωτίστως από τον επελαύνοντα ιό της ομογενοποίησης), είναι η εξής: «η φυγή, η φυγή εντός μας. Δεν μπορούμε να σώσουμε την ατομικότητα στον κόσμο, μπορούμε μόνο να υπερασπιστούμε το άτομο μέσα μας. Η ύψιστη πραγμάτωση του πνευματικού ανθρώπου είναι πάντα η ελευθερία, η ελευθερία σε σχέση με τους άλλους, ελευθερία σε σχέση με τις ιδέες και τις απόψεις, ελευθερία σε σχέση με τα πράγματα, ελευθερία να είναι ο εαυτός του: Όσο οι άλλοι με τη θέλησή τους υποδουλώνονται, τόσο εμείς να γινόμαστε πιο ελεύθεροι».

Ωστόσο, έντoνο προβληματισμό προκαλεί η συμβουλή που δίνει ο Τσβάιχ σε όσους θέλουν να διασώσουν την προσωπικότητά τους, αρνούμενοι να μεταβληθούν σε μαζανθρώπους. Κατά τον συγγραφέα, η ηρωική διαφοροποίησή τους δεν θα πρέπει να γίνεται εξωτερικά αλλά μόνο εσωτερικά, επομένως διακριτικά και αθόρυβα.

Αν, όμως, η άποψη αυτή είναι ορθή, τότε τίθεται το ακόλουθο εύλογο ερώτημα: σε εποχές ολοκληρωτισμού πώς θα μπορούσαν να προκληθούν οι πρώτες καθοριστικές ρωγμές που, συν τω χρόνω, οδηγούν στην καταβύθιση του καθεστώτος; Αν οι αφυπνισμένοι δεν ταρακουνήσουν τους καθεύδοντες, πώς θα συγκροτηθεί η κρίσιμη μάζα για τον τερματισμό της τυραννίας;

Σημειωτέον ότι, σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύει ο Τεντ Καζύνσκι στο μανιφέστο του «Η βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της», ο οποίος αποκηρύσσει κατηγορηματικά την τεχνολογία, θεωρώντας ότι αυτή θα είναι η αιτία της καταστροφής της ανθρωπότητας, ο Τσβάιχ μάς προτρέπει να δεχθούμε την τεχνολογία και τις ανέσεις που προσφέρει, χωρίς να αναλωνόμαστε σε «περιττές επιδεικτικές αποστασιοποιήσεις, σε ανίσχυρες και μάταιες πράξεις αντίστασης εναντίον του κόσμου όλου».

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Δυστυχώς, ο πολυγραφότατος Στέφαν Τσβάιχ, ευρισκόμενος στην Βραζιλία ως εξόριστος από το 1938, αποφάσισε να αυτοκτονήσει μαζί με την σύζυγό του εννέα χρόνια μετά την καύση των βιβλίων του από το ναζιστικό καθεστώς. Εκείνο που πρέπει να μας προβληματίσει είναι ότι ο Άλντους Χάξλεϋ και ο μέντοράς του, ο Χέρμπερτ Τζoρτζ Ουέλς, δύο άντρες που έπαιξαν πολύ ύποπτο ρόλο με τα δυστοπικά μυθιστορήματά τους, ήταν σε επαφή με τον Τσβάιχ!

*Πρ. Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.

  1. Το αξιοσημείωτο σε αυτό το έργο είναι καταρχήν η έυστοχη επιλογή του τίτλου όπου παρατίθεται ένα μοναδικό δάνειο της Ελληνικής στην Γερμανική που πολύ δύσκολα μεταφέρεται πίσω. Θα ήταν αδόκιμο ίσως να γράψει κανείς ’μονοτονοποίηση’ και όμως αυτή η επιλογή οδηγεί στην καρδιά του κειμένου και συγκεκριμένα εκεί όπου αναφέρεται στο κεντρικότερο σύμπτωμα της ομογενοποίησης, την ‘αμερικανικού τύπου πλήξη‘, μια πλήξη που διαφέρει ριζικά από την πλήξη ενός Μπετόβεν η ενός Νίτσε που μπορούσε κάποτε να δημιουργήσει μνημειώδη έργα. Αντίθετα, αυτή η νέα πλήξη αναφέρεται στο συνεχές πάνω-κάτω, την ατέλειωτη ανάγκη μιας δραστηριότητας που είναι το αντίθετο της Δραστικότητας, του αρχαιοελληικού ’Φαρμακόν’! Επειδή ακριβώς, ο υπόρρητος σκοπός της είναι η διαρκής αποφυγή κάθε εμβάθυνσης. Εδώ κυριολεκτικά πλεον ο Τσβάιχ προλέγει την κοινωνία του θεάματος όπου ο διαχωρισμός θα γίνει το άλφα και το ωμέγα, το ‘lifestyle’ θα μετατραπεί σε ’ειδικότητα’ και αργότερα θα αναβιβαστεί ακόμη και σε ακαδημαική εξειδίκευση (‘gender studies’). Το μόνο ίσως που προστέθηκε από τους μεταγενέστερους είναι η αναπόφευκτη διαπίστωση ότι ολα αυτά τα φαινόμενα είναι αναγκαστικά παράγωγα της καθολικής τάσης υποταγής των πάντων στη σφαίρα των οικονομικών αφαιρέσεων, του περιβόητου αυτού φαντάσματος της ’Αξίας’, είτε στην καταναλωτική του μορφή, είτε στις πιο βάρβαρες, καταστρεπτικές επιβολές στην φύση, ανθρώπινη η άλλη.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Τελευταία άρθρα

Αντιπολίτευση για… κλάματα

Η σχέση του ελληνικού κράτους και του πολιτικού κόσμου με το παράδοξο είναι βαθιά και εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Μία από...

Άγγιξε την ψυχή όλων των Ελλήνων

Με τη σοφία από τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής αλλά και τη διαισθητική του ματιά, ο Μανούσος Μανουσάκης επιχείρησε μια εμβάθυνση...

Το αφήγημα της διακυβέρνησης Τραμπ

Αναμφίβολα ο εκλογικός θρίαμβος του Τραμπ προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης σε ολόκληρο τον πλανήτη, γεγονός το οποίο...

Μιχάλης Σουγιούλ και Ανδρέας Μοντέζ

Ο Ανδρέας Μοντέζ είναι  ένας πολύ καλός μου φίλος, ο οποίος έχει ασχοληθεί, τα έχει σπουδάσει δηλαδή, με τον...