Το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα μπορεί να υπερβεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, χαρίζοντας στον μαχητή το σθένος να μην υποχωρήσει, αλλά να εξακολουθήσει να αγωνίζεται ως τη νίκη ή τη θανή
Του Αναστάσιου Κούζη – Κούζαρου*
Ένα από τα απαράμιλλα σύμβολα αυταπάρνησης και θυσίας υπέρ πατρίδος, μέσα στη μακραίωνη ιστορία μας, αποτελεί αναμφίβολα ο «Ιερός Λόχος».
Κίνητρο της δημιουργίας αυτού του επίλεκτου στρατιωτικού σώματος υπήρξε η διαπίστωση ότι μέσα σ’ έναν κόσμο που διέπεται από την αρχή «Πόλεμος πατήρ πάντων», η μόνη δύναμη που μπορεί να υπερβεί κι αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, χαρίζοντας στον μαχητή το σθένος να μην υποχωρήσει, αλλά να εξακολουθήσει να αγωνίζεται ως τη νίκη ή τη θανή, είναι ο Έρως.
«Έρωτα, ανίκητε στη μάχη…» προσφωνεί τον φτερωτό γιο της Αφροδίτης και του Άρη ο χορός στον περιβόητο «ύμνο στον Έρωτα», της τραγωδίας του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Τον παρουσιάζει μάλιστα ως μια ακατανίκητη δύναμη, που επιδρά στις αποφάσεις και πράξεις του ανθρώπου, διαμορφώνοντας την τύχη του, ισότιμη των ηθικών νόμων και θεσμών, όπως: η Δίκη, η Αιδώς, η Νέμεσις, η Ευσέβεια και η Ευβουλία. Ως ηθικό θεσμό αντιλαμβανόμενος τον Έρωτα κι ο Φαίδρος υποστηρίζει στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνος: «…Αν βρισκόταν λοιπόν κανένας τρόπος, ώστε να συγκροτηθεί κράτος ή σώμα στρατιωτικό μόνο από εραστές και ερωμένους, δεν είναι δυνατόν να είχαν καλύτερο τρόπο διακυβέρνησης της χώρας τους, παρά να απέχουν από κάθε τι χυδαίο και να καλλιεργούν μεταξύ τους την άμιλλα. Και στις μάχες επίσης οι τέτοιας ποιότητας (άνδρες) θα αναδεικνύονταν ο ένας στο πλευρό του άλλου, και λίγοι να ήσαν, νικητές όλου, θα έλεγα, του κόσμου. Γιατί ένας ερωτευμένος θα ανεχόταν πολύ λιγότερο, φαντάζομαι, να τον ιδεί ο αγαπημένος του είτε να λιποτακτεί είτε να πετά τα όπλα, παρά να τον δει όλος ο άλλος κόσμος…». (178 e)1
Αυτό το οποίο, λοιπόν, ως ιδεώδες κηρύσσει ο Φαίδρος είχε γίνει πραγματικότητα στον «Ιερόν Λόχον» των Θηβαίων, θεσμό πολύ παλαιό, που αναδιοργανώθηκε τον 4ο αιώνα πριν από τη μάχη στα Λεύκτρα (Αθήναιος, 561f). Ο Πολύαινος στα «Στρατηγήματά» του αναφέρει: «Ο Γοργίδας ήταν ο πρώτος που συνέταξε τον Ιερό Λόχο στη Θήβα. Ο λόχος αποτελούνταν από τριακόσιους εραστές και ερωμένους. Επειδή λοιπόν αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, δεν θα τρέπονταν ποτέ σε φυγή αλλά ή θα πέθαιναν ο ένας για τον άλλον ή θα νικούσαν τους εχθρούς…».2
«…Κι αυτό δεν είναι παράξενο, αφού κι όταν δεν είναι παρόντες, τους ντρέπονται πιο πολύ από άλλους παρόντες, όπως εκείνος που έπεσε στη μάχη παρακαλούσε τον εχθρό, που ήταν έτοιμος να τον σφάξει, να του βυθίσει στο στήθος το ξίφος του, λέγοντάς του: “Για να μη με δει ο αγαπημένος μου να ‘χω πληγή στη ράχη και ντραπεί…”» συμπληρώνει ο Πλούταρχος.3
Ο Λόχος πρέπει να συγκροτήθηκε σε συνωμοτικές συνθήκες πριν από τον χειμώνα του 379 π.Χ. Ο Θηβαίος ίππαρχος Γοργίδας είχε παραμείνει στη Θήβα μετά την κατάληψή της από τους Σπαρτιάτες υπό τον Στρατηγό Φοιβίδα το 382 π.Χ. Ήρθε, λοιπόν, σε συνεννοήσεις με τους Θηβαίους φυγάδες στην Αθήνα και στρατολόγησε, μαζί με τον διακρινόμενο για τα στρατηγικά του προσόντα και την ταπεινοφροσύνη του Επαμεινώνδα, σώμα νέων πολεμιστών.2 Οι στρατολογημένοι συντονιζόμενοι με τον ανδρείο Πελοπίδα και τους 15 συνεξορίστους συντρόφους του προχώρησαν σε μια αξιοζήλευτη νυκτερινή καταδρομική επιχείρηση: μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες εισήλθαν στο συμπόσιο των Πολεμάρχων, που ήθελαν να διασκεδάσουν με παντρεμένες κυρίες, αριστοκράτισσες και ωραίες, για να τιμήσουν την εορτή της Αφροδίτης και να αποχαιρετίσουν την εξουσία που θα παρέδιδαν την άλλη μέρα στους διαδόχους των (τέλη Δεκεμβρίου του 379 π.Χ.). Αφού εξόντωσαν τους μεθυσμένους τυράννους, όπως και τον αρχιπραξικοπηματία Λεοντιάδη μέσα στο ίδιο του το σπίτι, έβγαλαν και εξόπλισαν όσους αντιφρονούντες βρίσκονταν στο δεσμωτήριο και με τη συνδρομή των εκατοντάδων εξορίστων που κατέφθασαν με το ξημέρωμα και των ένοπλων πολιτών που ξεσηκώθηκαν ανάγκασαν τη σπαρτιατική φρουρά της Καδμείας να συνθηκολογήσει λόγω ελλείψεως τροφίμων (Ξεν. Ελλ. V, 4.2-9).4,5 Έτσι, αποκαταστάθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα στη Θήβα και άρχισαν πυρετώδεις πολεμικές προετοιμασίες, όπου ξεχωριστό ρόλο όπως και χαρακτήρα είχαν οι επίλεκτοι του Ιερού Λόχου.
P. von Hess: Το ηρωικό τέλος του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι
Σ’ αυτούς τους διαλεχτούς άνδρες η πόλη έδινε κατοικία και τροφή, για να στρατοπεδεύουν στην Καδμεία, την ακρόπολη των Θηβών, και γι’ αυτό ονομαζόταν «λόχος της πόλεως». Αποκλήθηκε δε «Ιερός», γιατί «…τα ζεύγη δεσμεύονταν μεταξύ τους με όρκο, τον οποίο έδιναν στο ιερό του Ιόλαου, του φίλου του Ηρακλή (Πλουτ. Ερωτ.761d)». Εξάλλου και «ο Πλάτων ένθεο φίλο ονόμασε τον εραστή».1
Φυσικός ηγέτης του αναδείχθηκε ο «Πρόδρομος του Μεγάλου Αλεξάνδρου», ευγενής και ανδρείος Πελοπίδας, ως τον θάνατό του στη μάχη των Κυνός Κεφαλών στη Θεσσαλία (τέλος Ιουλίου – αρχές Αυγούστου του 364 π.Χ.), οδηγώντας τον σε σπουδαία κατορθώματα:
Ο Ιερός Λόχος του Πελοπίδα εξοντώνει τον Σπαρτιάτη Φοιβίδα -που επέβαλε την τυραννία στη Θήβα- αφού χάρη σε στρατήγημα του Γοργίδα ετράπη σε φυγή2, έξω από το ορμητήριό του στις Θεσπιές το 377 π.Χ.
Κοντά στην Τεγύρα (375π. Χ.) «οι Τριακόσιοι του Πελοπίδα» βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο σπαρτιατικές μόρες, με χίλιους Λακεδαιμόνιους. Με τον ελιγμό του ιππικού του ο Πελοπίδας βρέθηκε στα νώτα του εχθρού και με τη «σφήνα» που σχημάτισε ο Ιερός Λόχος τούς αποδεκάτισε, τρέποντάς τους σε φυγή. Αυτή υπήρξε η πρώτη μάχη κατά την οποία οι Σπαρτιάτες ηττώνται σε παράταξη! Μέχρι τότε ο Ιερός Λόχος δεν είχε πολεμήσει ως ενιαία μονάδα, αλλά οι επίλεκτοί του εντάσσονταν διάσπαρτοι στον πρώτο ζυγό της παράταξης. Από εδώ και μπρος η ιδέα της διάρρηξης των εχθρικών γραμμών με μία «σφήνα» θα καταστεί κυρίαρχη στη θηβαϊκή τακτική.4
Οι Ιερολοχίτες, βέβαια, απέδειξαν τον ηρωισμό τους και στα Λεύκτρα (371 π.Χ.), και στη Μαντίνεια (362 π.Χ.) και προπάντων στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), «όπου μόνοι αυτοί μέσα στην επαίσχυντη φυγή των αθηναϊκών όχλων έσωσαν την τιμή της Ελλάδος, όταν δεν ημπορούσαν πλέον να σώσουν την ελευθερίαν της…»!1 Εκεί αντιμετώπισαν τον επικεφαλής του βαρέως μακεδονικού ιππικού, δεκαοκταετή Αλέξανδρο.
«…όταν μετά τη μάχη ο Φίλιππος κοιτάζοντας τους νεκρούς, στάθηκε στο μέρος όπου κοίτονταν με τα όπλα τους οι τριακόσιοι, οι οποίοι αντίκρυσαν κατά στήθος τα Μακεδονικά όπλα (σάρισσες), εθαύμασε, κι όταν άκουσε πως αυτός είναι ο λόχος των εραστών και των αγαπημένων, εδάκρυσε και είπε:“Να χαθούν κακώς, όσοι υποπτεύονται ότι αυτοί έκαναν ή πάθαιναν κάτι το αισχρό”…»1
Σε αναγνώριση της ανδρείας τους ενταφιάστηκαν με τα όπλα τους στο πεδίο της μάχης σε μνημείο που κοσμεί ο περιβόητος Λέοντας της Χαιρωνείας. Πάνω στο βάθρο του καθήμενος, λες και κουράστηκε απ’ τη μάχη, εποπτεύει στους αιώνες το πεδίο της τιμής, δικαιώνοντας τη γνώμη ενός μεταγενέστερου Βοιωτού, του Πλουτάρχου, ο οποίος ανακηρύσσει ως μόνον αήττητον όντα τον Έρωτα των στρατηγών (Ερωτ.761 c).1
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Πλάτωνος «Συμπόσιον» υπό Ιωάννου Συκουτρή, ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, έκδοση έκτη, Εστία, 1976
2 Πολύαινος, «1 Άπαντα, Στρατηγημάτων Β’», Κάκτος, 1994, σελ. 172, 173, 308, 309
3 Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Πελοπίδας, 18, σελ. 545, Πάπυρος, 1976
4 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Γ1, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1980, σελ. 391, 396, 397, 436
5 Χρυσούλας Καρδαρά, «Οι Λακεδαιμόνιοι», Αθήναι, 1979, σελ. 101-103
*Καλλιτέχνης Θεάτρου Σκιών – φιλόλογος