Ζητά να διερευνηθούν κάθε ισχυρισμός και καταγγελία συγγενών των θυμάτων, ώστε να μη μείνει καμία σκιά και να μην έχουμε φαστ-τρακ δίκη
Του Βασίλη Γαλούπη
Τα καλά νέα είναι ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου βάζει φρένο, έστω και στο παρά πέντε, στις ασφυκτικές κυβερνητικές πιέσεις για να ολοκληρωθεί το συντομότερο η ανακριτική διαδικασία ώστε να αρχίσει όπως-όπως η δίκη τον Ιούνιο.
Τα κακά νέα είναι ότι η Γεωργία Αδειλίνη παραδέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, με τη χθεσινή παραγγελία προς την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας ότι έναν χρόνο μετά την τραγωδία των Τεμπών υπάρχουν σημαντικά κενά στην έρευνα της Δικαιοσύνης και πολλά κομμάτια του παζλ των ενδεχόμενων ευθυνών παραμένουν άδεια. Ο Άρειος Πάγος επιχειρεί να σταθεί, με σημαντική καθυστέρηση είναι η αλήθεια, στο ύψος των περιστάσεων και ζητά από τους ανακριτές στη Λάρισα να λάβουν υπ’ όψιν όλες τις καταγγελίες οικογενειών των θυμάτων, όπως και τα δημοσιεύματα που αποκαλύπτουν, σχεδόν επί καθημερινής βάσεις, νέες πτυχές της υπόθεσης. Η κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να συγκαλύψει ευθύνες και πρόσωπα, πιέζοντας για τη βεβιασμένη έναρξη μιας δίκης βασισμένης σε δικογραφία με σκόρπια, ασύνδετα και ελλιπή ευρήματα.
Η αποκάλυψη της «δημοκρατίας» για το εμπιστευτικό έγγραφο του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της ΤΡΑΙΝΟΣΕ Φ. Τσαλίδη, που προειδοποιούσε επίσημα από το 2021 τον ΟΣΕ και την κυβέρνηση για μεγάλο δυστύχημα με Intercity, όπως συνέβη στα Τέμπη, δεν υπάρχει καν στη δικογραφία. Είναι το έγγραφο που οδήγησε στο αυθημερόν και άρον άρον κλείσιμο της Εξεταστικής Επιτροπής, με ψήφους μόνο των βουλευτών της Ν.Δ. Όμως, αυτό το κρίσιμο στοιχείο που αποδεικνύει την ψευδορκία του Καραμανλή στην Εξεταστική, αλλά και των στελεχών της ΤΡΑΙΝΟΣΕ (Hellenic Train), του ΟΣΕ και του υπουργείου Μεταφορών έλειπε από τη δικογραφία. Κάτι που σημαίνει ότι από τα γραφεία των ανακριτών δεν έχει περάσει έναν χρόνο μετά την έναρξη των ερευνών ούτε καν ο Φίλιππος Τσαλίδης, μια σημαντική παράλειψη.
Διόλου τυχαία στις 25 Ιανουαρίου με δηλώσεις του στον Σκάι ο Γιώργος Φλωρίδης έσπευσε να προκαταλάβει την ολοκλήρωση της ανάκρισης, διότι «με τον ποινικό κώδικα που φέρνουμε στη Βουλή», όπως είπε, «αφαιρούμε από τις υποθέσεις αυτές ένα στάδιο της προδικασίας που ήταν χρονοβόρο». Εκτιμώντας ότι «προς το τέλος της άνοιξης η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να πάει στο ακροατήριο. Το Μάτι έκανε πέντε χρόνια, η υπόθεση αυτή θα κάνει έναν χρόνο και κάτι».
Παρόμοιες δηλώσεις έκανε ο υπουργός Δικαιοσύνης και πρόσφατα, στις 20 Φεβρουαρίου, πάλι στον Σκάι, λέγοντας ότι «η ανάκριση για το δυστύχημα στα Τέμπη ολοκληρώνεται τις επόμενες ημέρες, μόλις σε έναν χρόνο», προσθέτοντας ότι «τον Ιούνιο κατά πάσα πιθανότητα θα ξεκινήσει η δίκη».
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η χθεσινή παρέμβαση της Γεωργίας Αδειλίνη μπορεί να αποδειχτεί καθοριστική. Αφενός μεν αποφορτίζει την Εισαγγελία Εφετών της Λάρισας από το ασφυκτικό πρέσινγκ της κυβέρνησης για άμεση λήξη μιας ελλιπούς διαδικασίας και αφετέρου ζητά να ληφθούν υπ’ όψιν μία προς μία όλες οι καταγγελίες των οικογενειών και όσα έχουν στο μεταξύ αποκαλυφθεί.
Η φωνή της κοινωνίας που ζητά δικαιοσύνη και τιμωρία των όποιων υπεύθυνων έχει γίνει πιο δυνατή έναν χρόνο μετά. Το έγκλημα των Τεμπών δεν έχει ξεχαστεί, όπως ίσως περίμεναν οι ακόμα καλά κρυμμένοι ένοχοι. Περισσότεροι από 760.000 Έλληνες πολίτες είχαν υπογράψει μέχρι χθες στο αίτημα για άρση της υπουργικής και βουλευτικής ασυλίας. Οι οικογένειες των θυμάτων έχουν καταγγείλει τις χυδαίες ειρωνείες που άκουσαν ακόμα και από αρεοπαγίτες. Σημαντικές αποκαλύψεις έρχονται στο φως ακόμα και τις τελευταίες μέρες, όπως η επιστολή Τσαλίδη, η κυβερνητική παρέμβαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον έλεγχο της σύμβασης 717, η αλλοίωση από τον Κώστα Αχ. Καραμανλή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας απαλείφοντας διάταξη Οδηγίας που ορίζει την άμεση κεντρική ευθύνη για τη συνολική σιδηροδρομική ασφάλεια.
Όλα αυτά δεν μπορούν να μείνουν αδιερεύνητα. Η Αδειλίνη αποδέχεται ότι η παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο είναι πράγματι ένας στόχος, όμως, «επ’ ουδενί δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε και μπορεί να αντιστρατεύεται την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης, οδηγώντας σε συγκεκριμένες ανακριτικές ενέργειες ή αποκλείοντας άλλες, τυχόν επιβεβλημένες για την ανεύρεση της αλήθειας». Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δηλαδή, θεωρεί ότι, αν κλείσει γρήγορα η ανάκριση, όπως διατυπώνει διαρκώς η κυβέρνηση, τότε αυτή η επιτάχυνση «αντιστρατεύεται την ίδια την απονομή δικαιοσύνης». Και προσθέτει: «Διαμαρτυρίες και καταγγελίες συγγενών θυμάτων για αναπάντητα ερωτήματα, αποδεικτικά στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν σωστά, ανακριτικές ενέργειες που παραλείφθηκαν, ακόμα και για συγκάλυψη ευθυνών από τη Δικαιοσύνη, εξακολουθούν να διαχέονται στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό, υποστηριζόμενες και από μερίδα του Τύπου».
Η Αδειλίνη καταλήγει: «Κατόπιν αυτών επιτακτική παρίσταται η ανάγκη να μεριμνήσετε, ώστε να ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές Αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους».
Την ισχύ να φτάσουν στο τέλος αυτής της υπόθεσης την έχουν μόνο οι ανακριτικές Αρχές, όχι η όποια Εξεταστική Επιτροπή συγκάλυψης. Η αλήθεια θα λάμψει μόνο αν ολοκληρωθεί άνευ πιέσεων η έρευνα κι αν οι ανακριτικές Αρχές φτάσουν, όπως και σε άλλες υποθέσεις (π.χ. σκάνδαλο Τσοχατζόπουλου), σε ευθύνες ακόμα και πολιτικών προσώπων. Ό,τι κι αν απαιτεί η εκάστοτε κυβέρνηση, προέχει η απαίτηση της κοινωνίας να μάθει γιατί έχασε τα 57 παιδιά της.
Ρόμπα γίναμε με το επίπεδο της δικαιοσύνης, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας της χώρας, δυστυχώς δεν θέλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα που γέννησε τις πανανθρώπινες αξίες, εκεί που έζησε ο Σοφοκλής και όλες οι γενιές των Ελλήνων ανατράφηκαν με τα διδάγματα της Αντιγόνης.
Σε μεγάλη αντίθεση και δυσαρμονία βρίσκεται η νομοθετική εξουσία με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, οι επτακόσιες χιλιάδες υπογραφές πολιτών για αλλαγή του επαίσχυντου νόμου περί ευθύνης υπουργών το φανερώνει.
Δυστυχώς, οι υπογραφές συγκεντρώθηκαν από πολίτες και είναι περισσότερες από όσες απαιτεί το σύνταγμα της χώρας για την εκκίνηση της νομοθετικής αλλαγής.
Η δικαιοσύνη ολιγωρεί, δεν προστάτεψε τον τόπο εγκλήματος και αλλοιώθηκε χωρίς αντίδραση, χάθηκε ολόκληρο τρένο με τα υπολείμματα της έκρηξης που ακολούθησε τη σύγκρουση, αυτά που ίσως θα έριχναν φως στα καταστροφικά αίτια της.
Οι θεσμοί δημιουργήθηκαν στο μέτρο της προστασίας της εκτελεστικής εξουσίας από τα λάθη της, όμως βασική αρχή του management είναι πως όσο αυξάνει το επίπεδο της εξουσίας, άλλο τόσο αυξάνει και το επίπεδο της ευθύνης.
Όσο για την εταιρία σιδηροδρόμων το επίπεδο οργάνωσης και πειθαρχίας έτεινε στο μηδέν με βάση τις συνομιλίες στελεχών της που δημοσιοποιηθήκαν, αλλά και τις προσαρμογές που δεν έγιναν( π.χ. όρια ταχύτητας) μετά από βλάβες στα συστήματα ηλεκτρονικής προστασίας.
Οπότε, αναμενόμενο ήταν το ατύχημα, τη στιγμή μάλιστα που απουσίαζε ακόμη και η στοιχειώδης τηλεδιοίκηση.
Η ηγεσία της δικαστικής εξουσίας (όχι Δικαιοσύνης) είναι διορισμένη από την εκάστοτε κυβέρνηση και καθοδηγείται από συμφέροντα. Όπως η απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ για τα funds βγήκε μέσα σε 8 ημέρες υπέρ των Τραπεζών και είχε προαναγγελθεί το αποτέλεσμα από τον Στουρνάρα 3 μήνες πριν τη δίκη. Εάν κάποιος πιστεύει ότι σε ένα άδικο κι εκμεταλλευτικό σύστημα θα βρει το δίκιο του στα δικαστήρια (σε υπόθεση που κάνει τζιπ) κοιμάται ύπνο βαθύ