Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Βελιγράδι, η αναζωογόνηση των διμερών επιχειρηματικών επαφών και το «παράθυρο» για ανάκτηση του πρωταγωνιστικού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
O πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης πραγματοποίησε μια επιτυχημένη επίσκεψη στο Βελιγράδι, ως προς το σκέλος της αναζωογόνησης των διμερών επιχειρηματικών επαφών, αλλά δεν παρουσίασε ολοκληρωμένο πλαίσιο για τις σχέσεις με τη Σερβία και την ανάκτηση του πρωταγωνιστικού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια.
Αν και το κλίμα σε επίπεδο πολιτών ήταν και παραμένει θερμό (με τις γνωστές υπερβολές περί «μοναδικής συμμαχίας» στην Ιστορία), η πολιτικοοικονομική συνεργασία έχει ατονήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καθυστέρηση σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας. Το 3ο Συμβούλιο συνήλθε, επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη, τον Δεκέμβριο του 2019 (με την υπογραφή και Διακήρυξης Στρατηγικής Συνεργασίας), ενώ η 4η προγραμματισμένη συνεδρίασή του, τον Ιανουάριο του 2022, αναβλήθηκε την τελευταία στιγμή, λόγω…χιονόπτωσης. Πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια και, αντί ορισμού συγκεκριμένης ημερομηνίας, ο πρωθυπουργός προχθές δήλωσε απλώς ότι «προσβλέπουμε στη σύγκλησή του εντός του έτους». Προφανώς, η αναβλητικότητα και η ασάφεια δεν συμβαδίζουν με τον διακηρυγμένο στόχο ανάδειξης της Ελλάδας σε γέφυρα της Σερβίας και, γενικότερα, των δυτικών Βαλκανίων με την Ε.Ε.
Πέραν της έγκαιρης σύγκλησης του 4ου Συμβουλίου, η ελληνική πλευρά απαιτείται να θέσει συγκεκριμένους στόχους και να χαράξει τις αντίστοιχες ρεαλιστικές πολιτικές. Ως προς την ενέργεια, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε την περασμένη Δευτέρα ότι «η συνεργασία Ελλάδας και Σερβίας επεκτείνεται και στη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας» και ότι «υποστηρίζουμε πάρα πολύ θερμά τον Κάθετο Διάδρομο μεταφοράς αερίου από τον Νότο στον Βορρά και αντίστροφα».
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος τον Δεκέμβριο του 2019. Γιατί και τότε σημείωνε πως «η Ελλάδα υποστηρίζει την ανάπτυξη του Κάθετου Διαδρόμου και γι’ αυτό χαιρετίζω ως πάρα πολύ σημαντική την τοποθέτησή σας ότι η Σερβία είναι έτοιμη να αγοράσει αέριο από αυτήν τη διαφοροποιημένη πηγή». Ούτε ως προς τις σχέσεις Ε.Ε. – Σερβίας και τις ενισχυτικές δράσεις της Αθήνας προκύπτει κάτι νεότερο συγκριτικά με τις, προ 50 μηνών, δηλώσεις του πρωθυπουργού.
Ασφαλώς, ο κ. Μητσοτάκης, σε αντίθεση με τις άλλες αποτυχίες του στην εξωτερική πολιτική (θνησιγενής Διακήρυξη των Αθηνών με την Τουρκία, ταπεινωτική υπόθεση Μπελέρη, αψυχολόγητη άρνηση δανείου $2 δισ. από τις ΗΠΑ για εξοπλισμούς κ.λπ.), έχει ένα ελαφρυντικό στην περίπτωση της Σερβίας. Θεωρητικά, η Αθήνα ίσως δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα όσο συνεχίζονται ο πόλεμος στην Ουκρανία και η -άλλοτε υπόγεια και άλλοτε ανοιχτή- κρίση στο Κόσοβο, που αναγκάζουν το Βελιγράδι να αμφιταλαντεύεται μεταξύ των στενών σχέσεών του με τη Μόσχα και του μεσοπρόθεσμου στόχου ενσωμάτωσης στην Ε.Ε.
Ωστόσο, οι δύσκολες αυτές ισορροπίες, που επιβεβαιώθηκαν με την άνετη νίκη και κοινοβουλευτική πλειοψηφία (με αύξηση εδρών) του προέδρου Αλ. Βούτσιτς στις εκλογές της 17ης Δεκεμβρίου 2023, παρουσιάζουν και μια μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική εξωτερική πολιτική λόγω δύο στοιχείων. Πρώτον, ήδη ακούγεται στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ ότι, αναγκαστικά, ο άνθρωπος-κλειδί για τις βαλκανικές εξελίξεις είναι ο κ. Βούτσιτς (πρωθυπουργός από το 2014 ως το 2017 και έκτοτε πρόεδρος) και θα πρέπει να υπάρξει σοβαρός διάλογος μαζί του. Δεύτερον, επειδή, ταυτόχρονα, υπάρχουν διστακτικότητα και δυσπιστία στη Δύση έναντι του κ. Βούτσιτς, λόγω των δεσμών του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλ. Πούτιν, αναζητούνται οι τρόποι και τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τον ισχυρό άνδρα του Βελιγραδίου.
Αν ισχύουν οι υπογραφές περί στρατηγικής σχέσης Ελλάδας – Σερβίας, η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία -ακριβώς αυτή την εποχή- να επιδιώξει κάποιον μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της Δύσης και του κ. Βούτσιτς. Αν ισχύουν, βέβαια, οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις: αφενός, να εμπιστεύεται ο κ. Βούτσιτς τον κ. Μητσοτάκη και, αφετέρου, οι ΗΠΑ και τα ισχυρά μέλη της Ε.Ε. να θέλουν να αναγνωρίσουν προβάδισμα της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Αμφότερες δεν θα προσφερθούν αυτόματα στην ελληνική πλευρά, αλλά οφείλει να τα διεκδικήσει.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη